Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η χιονοστιβάδα

  • 1 лавина

    лавина ж η χιονοστιβάδα
    * * *
    ж
    η χιονοστιβάδα

    Русско-греческий словарь > лавина

  • 2 сугроб

    сугроб м η χιονοστιβάδα
    * * *
    м
    η χιονοστιβάδα

    Русско-греческий словарь > сугроб

  • 3 лаванда

    лаванда ж бот. ἡ λεβάντα, ἡ λαβαντίς. лавина ж
    1. ἡ χιονοστιβάδα [-άς]·
    2. перен ὁ ὅγκος, ὁ χείμαρος.

    Русско-новогреческий словарь > лаванда

  • 4 обвал

    обвал
    м
    1. (процесс) ἡ καθίζηση [-ις], τό βούλιαγμα·
    2. (обрушившаяся груда):
    снежный \обвал ἡ χιονοστιβάδα [-άς].

    Русско-новогреческий словарь > обвал

  • 5 снег

    снег
    м τό χιόνι, ἡ χιών:
    мокрый \снег τό χιονόβροχο· ку́ча \снега ἡ χιονοστιβάδα [-άς]· \снег идет, \снег падает χιονίζει, πέφτει χιόνι· покрытый \снегом χιονοσκεπής· ◊ как \снег на голову разг σάν ταμπλάς.

    Русско-новогреческий словарь > снег

  • 6 снежный

    снежн||ый
    прил τοῦ χιονιοῦ, ἀπό χιόνι, χιονάτος/ χιονοσκέπαστος, χιονισμένος (покрытый снегом):
    \снежный покров στρώμα χιόνι· \снежный сугроб ἡ χιονοστιβάδα [-άς]· \снежныйые зано́сы οἱ χιονοστιβάδες· \снежныйая зима́ χειμώνας μέ πολύ χιόνι· \снежныйая погода ὁ χιονιάς, ὁ χιονώδης καιρός.

    Русско-новогреческий словарь > снежный

  • 7 сугроб

    сугроб
    м ἡ χιονοστιβάδα

    Русско-новогреческий словарь > сугроб

  • 8 лавина

    [λαβίνα] ουσ. θ. χιονοστιβάδα

    Русско-греческий новый словарь > лавина

  • 9 сугроб

    [σουγκρόπ] ουσ. α. χιονοστιβάδα

    Русско-греческий новый словарь > сугроб

  • 10 лавина

    [λαβίνα] ουσ θ χιονοστιβάδα

    Русско-эллинский словарь > лавина

  • 11 сугроб

    [σουγκρόπ] ουσ α χιονοστιβάδα

    Русско-эллинский словарь > сугроб

  • 12 завал

    α.
    σωρός, σωρεία•

    снежный -χιονοστιβάδα•

    завал бревен σωρός κορμών δέντρων ή από νιούτσουρα.

    Большой русско-греческий словарь > завал

  • 13 заструга

    θ. (διαλκ.) χιονοστιβάδα στενόμακρη.

    Большой русско-греческий словарь > заструга

  • 14 куча

    θ.
    1. σωρός, σωρεία, στοίβα•

    куча хвороста σωρός από φρύγανα•

    куча снегу χιονοστιβάδα•

    куча песку σωρός άμμου.

    2. πλήθος•

    там была куча народу εκεί ήταν πλήθος λαού•

    куча ребят τσούρμο παιδιών•

    муравьиная куча μυρμηγκιά•

    у меня куча дел έχω ένα σωρό υποθέσεις.

    εκφρ.
    куча мала – (επιφ.) σωριαστά (σε παιδ. παιγνίδι.)•

    Большой русско-греческий словарь > куча

  • 15 нанести

    -есу, -есшь, παρλθ. χρ. нанс, -сла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. нансший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нанесенный, βρ: -сн, -сена, -сено ρ.σ.μ.
    1. φέρω (πολύ ή πολλά)•

    нанести подарков φέρω δώρα•

    нанести в дом грязи на сапогах φέρω στο σπίτι πολλή λάσπη με τις μπότες.

    2. (για νερό, άνεμο κλπ.) συσσωρεύω παρασύροντας•

    ветер нанс сугроб ό άνεμος σχημάτησε χιονοστιβάδα•

    на реке -лб мель στο ποτάμι σχημστίστηκε σύρτη.

    || (για ήχο, μυρουδιά κ.τ.τ.) φέρω, παρασύρω• φτάνω.
    3. προσκρούω παρασυρόμενος.
    4. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, έρχομαι.
    5. (επ)αλείφω, (επι)χρίω περνώ στρώμα•

    нанести смазочное масло на деталь αλείφω με γράσο το εξάρτημα•

    нанести лак βερνικώνω•

    нанести краски на полотно βάφω ύφασμα.

    6. σημειώνω, σημαδεύω, επισημαίνω•

    нанести на карту направление новой дороги σημειώνω στο χάρτη την κατεύθυνση του. νέου δρόμου.

    || αποτυπώνω, σχεδιάζω, φτιάχνω•

    нанести рисунок на ткань φτιάχνω σχέδιο στο ύφασμα.

    7. (μαζί με ουσ. σχηματίζει ρ. με σημ. από το ουσ.)• нанести рану τραυματίζω•

    нанести удар χτυπώ (καταφέρω χτύπημα)•

    нанести оскорбление, обиду προσβάλλω•

    нанести вред, урон βλάπτω•

    нанести поражение νικώ.

    || προξενώ, προκαλώ•

    нанести потери προξενώ απώλειες•

    нанести ущерб προξενώ ζημιά.

    8. (για πτηνά) ωοτοκώ, γεννώ, φέρω.
    εκφρ.
    нанести визит – επισκέπτομαι.

    Большой русско-греческий словарь > нанести

  • 16 позёмка

    θ. κ. (διαλκ.) позёмок, -мка α.
    ανεμοσυρμή, ανεμόσυρμα, ανεμοστρόβιλος• χιονοστρόβιλος• χιονοστιβάδα.

    Большой русско-греческий словарь > позёмка

  • 17 свеять

    свею, свеешь
    ρ.σ.μ.
    1. φυσώ, παρασύρω•

    ветер -ял бумаги со стола ο άνεμος παρέσυρε τα χαρτιά σ,ττο το τραπέζι.

    2. συγκεντρώνω πνέοντας•

    ветер -ял снег в сугроб ο άνεμος συσσώρευσε το χιόνι,έκανε χιονοστιβάδα.

    3. λιχνιζω.

    Большой русско-греческий словарь > свеять

  • 18 снежный

    επ.
    χιονώδης• χιόνινος•

    снежный покров χιονόστρωμα•

    снежный сугроб χιονοστιβάδα•

    -ая погода ο χιονιάς•

    -ые хлопья χιονονιφάδες•

    -ая баба χιονάνθρωπος•

    -ая дорога δρόμος πάνω στον πάγο.

    || χιονοσκεπής• χιονοστεφής. || χιονάτος, χιονόλευκος• χιονοειδής? -ая чистота απαστράπτουσα καθαριότητα, λαμποκοπή•

    -ая белизна ασπράδα χιονιού.

    εκφρ.
    - плугβλ. снегопах• -ая слепота εκτυφλωτικό φως του χιονιού (από την αντανάκλαση).

    Большой русско-греческий словарь > снежный

  • 19 сугроб

    α.
    χιονοστιβάδα.

    Большой русско-греческий словарь > сугроб

См. также в других словарях:

  • χιονοστιβάδα — Μεγάλη μάζα χιονιού, που κινείται αργά ή γκρεμίζεται από τις πλαγιές κάποιου βουνού. Στα ψηλά βουνά, όπου το χιόνι δεν λιώνει το καλοκαίρι, συσσωρεύεται διαρκώς, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να κινηθεί εξαιτίας της βαρύτητας, ένας μεγάλος όγκος… …   Dictionary of Greek

  • χιονοστιβάδα — η στιβάδα από χιόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Alexandros Grigoropoulos — Montage verschiedener Aufnahmen Die Ausschreitungen in Griechenland 2008 begannen am 6. Dezember, als der 15 jährige Alexandros Grigoropoulos (griechisch Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος) in Athen durch den Polizisten Epaminondas Korkoneas… …   Deutsch Wikipedia

  • Ausschreitungen in Griechenland 2008 — Montage verschiedener Aufnahmen Die Ausschreitungen in Griechenland 2008 begannen am 6. Dezember, als der 15 jährige Alexandros Grigoropoulos (griechisch Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος) in Athen durch den Polizisten Epaminondas Korkoneas… …   Deutsch Wikipedia

  • καταιγισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο σχηματίζεται μεγάλος αριθμός ιονιζόντων σωματιδίων από τη σύγκρουση σωματιδίων υψηλής ενέργειας με την ύλη. Τα σωματίδια υψηλής ενέργειας, κατά τη σύγκρουσή τους με τα άτομα ενός αερίου για παράδειγμα, απομακρύνουν… …   Dictionary of Greek

  • νιφόβλημα — το 1. χιονοστιβάδα 2. χιονοθύελλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • χιονόβλημα — το, Ν χιονοστιβάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + βλήμα] …   Dictionary of Greek

  • χιονόσφαιρα — η, Ν 1. χιονόμπαλα 2. (οικον.) η χιονοστιβάδα 3. βοτ. κοινή ονομασία τού φυλλοβόλου μικρού δένδρου Viburnum opulus τού γένους βιβούρνο, που απαντά αυτοφυές στα ορεινά δάση τής Βόρειας Ελλάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + σφαίρα. Η λ. μαρτυρείται από το …   Dictionary of Greek

  • χιόνι — Χαρακτηριστικό στερεό ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα, που αποτελείται από συσσωρεύσεις παγοκρυστάλλων, οι οποίοι, με παρουσία πυρήνων συμπύκνωσης, σχηματίζονται στο εσωτερικό ενός νέφους εξαιτίας της παγοποίησης των υδροσταγονιδίων που το αποτελούν ή …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Ζένερ, δίοδος — Κρυσταλλική δίοδος πυριτίου που χρησιμοποιείται για τη σταθεροποίηση τάσης. Στη δ.Ζ. η χαρακτηριστική καμπύλη προς το μέρος του ανάστροφου ρεύματος παρουσιάζει κατακόρυφο τμήμα, που σημαίνει ότι, αν διαβιβαστεί ρεύμα αντίθετα από την αγώγιμη φορά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»