-
1 лавина
-
2 сугроб
-
3 лаванда
лаванда ж бот. ἡ λεβάντα, ἡ λαβαντίς. лавина ж1. ἡ χιονοστιβάδα [-άς]·2. перен ὁ ὅγκος, ὁ χείμαρος. -
4 обвал
обвалм1. (процесс) ἡ καθίζηση [-ις], τό βούλιαγμα·2. (обрушившаяся груда):снежный \обвал ἡ χιονοστιβάδα [-άς]. -
5 снег
снегм τό χιόνι, ἡ χιών:мокрый \снег τό χιονόβροχο· ку́ча \снега ἡ χιονοστιβάδα [-άς]· \снег идет, \снег падает χιονίζει, πέφτει χιόνι· покрытый \снегом χιονοσκεπής· ◊ как \снег на голову разг σάν ταμπλάς. -
6 снежный
снежн||ыйприл τοῦ χιονιοῦ, ἀπό χιόνι, χιονάτος/ χιονοσκέπαστος, χιονισμένος (покрытый снегом):\снежный покров στρώμα χιόνι· \снежный сугроб ἡ χιονοστιβάδα [-άς]· \снежныйые зано́сы οἱ χιονοστιβάδες· \снежныйая зима́ χειμώνας μέ πολύ χιόνι· \снежныйая погода ὁ χιονιάς, ὁ χιονώδης καιρός. -
7 сугроб
сугробм ἡ χιονοστιβάδα -
8 лавина
[λαβίνα] ουσ. θ. χιονοστιβάδα -
9 сугроб
[σουγκρόπ] ουσ. α. χιονοστιβάδα -
10 лавина
[λαβίνα] ουσ θ χιονοστιβάδα -
11 сугроб
[σουγκρόπ] ουσ α χιονοστιβάδα -
12 завал
-а α.σωρός, σωρεία•снежный -χιονοστιβάδα•
завал бревен σωρός κορμών δέντρων ή από νιούτσουρα.
-
13 заструга
-и θ. (διαλκ.) χιονοστιβάδα στενόμακρη. -
14 куча
-и θ.1. σωρός, σωρεία, στοίβα•куча хвороста σωρός από φρύγανα•
куча снегу χιονοστιβάδα•
куча песку σωρός άμμου.
2. πλήθος•там была куча народу εκεί ήταν πλήθος λαού•
куча ребят τσούρμο παιδιών•
муравьиная куча μυρμηγκιά•
у меня куча дел έχω ένα σωρό υποθέσεις.
εκφρ.куча мала – (επιφ.) σωριαστά (σε παιδ. παιγνίδι.)• -
15 нанести
-есу, -есшь, παρλθ. χρ. нанс, -сла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. нансший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нанесенный, βρ: -сн, -сена, -сено ρ.σ.μ.1. φέρω (πολύ ή πολλά)•нанести подарков φέρω δώρα•
нанести в дом грязи на сапогах φέρω στο σπίτι πολλή λάσπη με τις μπότες.
2. (για νερό, άνεμο κλπ.) συσσωρεύω παρασύροντας•ветер нанс сугроб ό άνεμος σχημάτησε χιονοστιβάδα•
на реке -лб мель στο ποτάμι σχημστίστηκε σύρτη.
|| (για ήχο, μυρουδιά κ.τ.τ.) φέρω, παρασύρω• φτάνω.3. προσκρούω παρασυρόμενος.4. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, έρχομαι.5. (επ)αλείφω, (επι)χρίω περνώ στρώμα•нанести смазочное масло на деталь αλείφω με γράσο το εξάρτημα•
нанести лак βερνικώνω•
нанести краски на полотно βάφω ύφασμα.
6. σημειώνω, σημαδεύω, επισημαίνω•нанести на карту направление новой дороги σημειώνω στο χάρτη την κατεύθυνση του. νέου δρόμου.
|| αποτυπώνω, σχεδιάζω, φτιάχνω•нанести рисунок на ткань φτιάχνω σχέδιο στο ύφασμα.
7. (μαζί με ουσ. σχηματίζει ρ. με σημ. από το ουσ.)• нанести рану τραυματίζω•нанести удар χτυπώ (καταφέρω χτύπημα)•
нанести оскорбление, обиду προσβάλλω•
нанести вред, урон βλάπτω•
нанести поражение νικώ.
|| προξενώ, προκαλώ•нанести потери προξενώ απώλειες•
нанести ущерб προξενώ ζημιά.
8. (για πτηνά) ωοτοκώ, γεννώ, φέρω.εκφρ.нанести визит – επισκέπτομαι. -
16 позёмка
-и θ. κ. (διαλκ.) позёмок, -мка α.ανεμοσυρμή, ανεμόσυρμα, ανεμοστρόβιλος• χιονοστρόβιλος• χιονοστιβάδα. -
17 свеять
свею, свеешьρ.σ.μ.1. φυσώ, παρασύρω•ветер -ял бумаги со стола ο άνεμος παρέσυρε τα χαρτιά σ,ττο το τραπέζι.
2. συγκεντρώνω πνέοντας•ветер -ял снег в сугроб ο άνεμος συσσώρευσε το χιόνι,έκανε χιονοστιβάδα.
3. λιχνιζω. -
18 снежный
επ.χιονώδης• χιόνινος•снежный покров χιονόστρωμα•
снежный сугроб χιονοστιβάδα•
-ая погода ο χιονιάς•
-ые хлопья χιονονιφάδες•
-ая баба χιονάνθρωπος•
-ая дорога δρόμος πάνω στον πάγο.
|| χιονοσκεπής• χιονοστεφής. || χιονάτος, χιονόλευκος• χιονοειδής? -ая чистота απαστράπτουσα καθαριότητα, λαμποκοπή•-ая белизна ασπράδα χιονιού.
εκφρ.- плуг – βλ. снегопах• -ая слепота εκτυφλωτικό φως του χιονιού (από την αντανάκλαση). -
19 сугроб
-а α.χιονοστιβάδα.
См. также в других словарях:
χιονοστιβάδα — Μεγάλη μάζα χιονιού, που κινείται αργά ή γκρεμίζεται από τις πλαγιές κάποιου βουνού. Στα ψηλά βουνά, όπου το χιόνι δεν λιώνει το καλοκαίρι, συσσωρεύεται διαρκώς, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να κινηθεί εξαιτίας της βαρύτητας, ένας μεγάλος όγκος… … Dictionary of Greek
χιονοστιβάδα — η στιβάδα από χιόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Alexandros Grigoropoulos — Montage verschiedener Aufnahmen Die Ausschreitungen in Griechenland 2008 begannen am 6. Dezember, als der 15 jährige Alexandros Grigoropoulos (griechisch Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος) in Athen durch den Polizisten Epaminondas Korkoneas… … Deutsch Wikipedia
Ausschreitungen in Griechenland 2008 — Montage verschiedener Aufnahmen Die Ausschreitungen in Griechenland 2008 begannen am 6. Dezember, als der 15 jährige Alexandros Grigoropoulos (griechisch Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος) in Athen durch den Polizisten Epaminondas Korkoneas… … Deutsch Wikipedia
καταιγισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο σχηματίζεται μεγάλος αριθμός ιονιζόντων σωματιδίων από τη σύγκρουση σωματιδίων υψηλής ενέργειας με την ύλη. Τα σωματίδια υψηλής ενέργειας, κατά τη σύγκρουσή τους με τα άτομα ενός αερίου για παράδειγμα, απομακρύνουν… … Dictionary of Greek
νιφόβλημα — το 1. χιονοστιβάδα 2. χιονοθύελλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + βάλλω] … Dictionary of Greek
χιονόβλημα — το, Ν χιονοστιβάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + βλήμα] … Dictionary of Greek
χιονόσφαιρα — η, Ν 1. χιονόμπαλα 2. (οικον.) η χιονοστιβάδα 3. βοτ. κοινή ονομασία τού φυλλοβόλου μικρού δένδρου Viburnum opulus τού γένους βιβούρνο, που απαντά αυτοφυές στα ορεινά δάση τής Βόρειας Ελλάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + σφαίρα. Η λ. μαρτυρείται από το … Dictionary of Greek
χιόνι — Χαρακτηριστικό στερεό ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα, που αποτελείται από συσσωρεύσεις παγοκρυστάλλων, οι οποίοι, με παρουσία πυρήνων συμπύκνωσης, σχηματίζονται στο εσωτερικό ενός νέφους εξαιτίας της παγοποίησης των υδροσταγονιδίων που το αποτελούν ή … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Ζένερ, δίοδος — Κρυσταλλική δίοδος πυριτίου που χρησιμοποιείται για τη σταθεροποίηση τάσης. Στη δ.Ζ. η χαρακτηριστική καμπύλη προς το μέρος του ανάστροφου ρεύματος παρουσιάζει κατακόρυφο τμήμα, που σημαίνει ότι, αν διαβιβαστεί ρεύμα αντίθετα από την αγώγιμη φορά … Dictionary of Greek